- μισοκαίσαρ
- μισοκαῑσαρ, -αίσαρος, ό (Α)αυτός που μισεί τον Καίσαρα, ο εχθρός τού Καίσαρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + Καῖσαρ (πρβλ. φιλο-καῖσαρ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μισοκαῖσαρ — μῑσοκαῖσαρ , μισοκαῖσαρ hating Caesar masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισώ — (ΑΜ μισῶ, έω) 1. αισθάνομαι μίσος για κάποιον, εχθρεύομαι 2. αποστρέφομαι, αντιπαθώ, αποφεύγω («πολλοί τον πλούτο εμίσησαν, τη δόξα ουδείς», γνωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. μισῶ και μῖσος είναι αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία το μισῶ είναι… … Dictionary of Greek